- κοῖλος
- κόιλοςhollowmasc nom sgκοῖλοςhollowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο 1. αυτός που έχει το εσωτερικό του άδειο, κούφιος. 2. βαθουλωτός: Το κάτοπτρο είναι κοίλο. 3. το ουδ., κοίλο ως ουσ., βαθούλωμα: Τραυματίστηκε στο κοίλο της παλάμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλότερον — κόιλος hollow adverbial comp κόιλος hollow masc acc comp sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow adverbial comp κοῑλότερον , κοῖλος hollow masc acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτάτων — κόιλος hollow fem gen superl pl κόιλος hollow masc/neut gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow fem gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέρων — κόιλος hollow fem gen comp pl κόιλος hollow masc/neut gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow fem gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότατα — κόιλος hollow adverbial superl κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl pl κοῑλότατα , κοῖλος hollow adverbial superl κοῑλότατα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότατον — κόιλος hollow masc acc superl sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow masc acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῖλον — κόιλος hollow masc acc sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc sg κοῖλος hollow masc acc sg κοῖλος hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλω — κόιλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κόιλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοιλόω hollow out pres imperat act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλων — κόιλος hollow fem gen pl κόιλος hollow masc/neut gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow fem gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow masc/neut gen pl κοιλόω hollow out imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοιλόω hollow out imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)